κυκλώσω

κυκλώσω
κυκλόω
encircle
aor subj act 1st sg
κυκλόω
encircle
fut ind act 1st sg
κυκλόω
encircle
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώνω — (AM κυκλῶ, όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος] 1. περιβάλλω απ όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω (« Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.) 2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας Αρει… …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλαγγίζω — Ν 1. επεκτείνω το μέτωπο τής παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα τής εχθρικής παράταξης 2. περικυκλώνω 3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλαγγίζω — υπερφαλάγγισα, υπερφαλαγγίστηκα, υπερφαλαγγισμένος 1. επεκτείνω το μέτωπο της φάλαγγάς μου για να κυκλώσω το ένα ή και τα δύο άκρα της αντίπαλης παράταξης. 2. περικυκλώνω την εχθρική παράταξη: Υπερφαλαγγίστηκε ο ιταλικός λόχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”